Γράφει ο Σωτήρης Ριζάς*

Το ΝΑΤΟ είναι προϊόν του Ψυχρού Πολέμου, της εποχής του διπολισμού και της ιδεολογικής αντιπαράθεσης μεταξύ των φιλελεύθερων δημοκρατιών, ακόμα και όταν σημειώνονταν αποκλίσεις από τον κανόνα αυτό για χάρη των στρατηγικών προτεραιοτήτων, και των κομμουνιστικών καθεστώτων. Το ΝΑΤΟ επιβίωσε του τέλους του Ψυχρού Πολέμου το 1989-90 λόγω της στρατηγικής υπεροχής των Ηνωμένων Πολιτειών οι οποίες διέθεταν όχι μόνο συντριπτικά υπέρτερη ισχύ έναντι των ευρωπαίων συμμάχων τους αλλά και γεωπολιτική θέαση και ανάλυση με συνέπεια να μπορούν να καθορίσουν την ατζέντα ασφαλείας στη μετα-ψυχροπολεμική εποχή.

Η εξέλιξη της Ατλαντικής Συμμαχίας στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, ιδίως η διεύρυνση προς ανατολάς, σήμαινε την επικύρωση της κατάληξης του Ψυχρού Πολέμου, της έκλειψης της ρωσικής ισχύος. Επρόκειτο για το απόγειο της αμερικανικής υπεροχής και του μονοπολικού κόσμου. Μια μεγάλη δοκιμασία που φάνηκε να κλονίζει τη συνοχή της Συμμαχίας επήλθε κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του δεύτερου πολέμου του Κόλπου (2002-2003). Οι πιο σημαντικοί σύμμαχοι της Αμερικής στην ηπειρωτική Ευρώπη, η Γερμανία και η Γαλλία, σε αντίθεση με τη Βρετανία που ευθυγραμμίστηκε με την Ουάσιγκτον, αντέδρασαν με σφοδρότητα στη μονομερή προβολή της αμερικανικής ισχύος και υποστήριξαν την ανάγκη μιας ισχυρής ευρωπαϊκής αμυντικής ταυτότητας, χωρίς όμως να υπάρξει οποιαδήποτε πρακτική συνέχεια. Το ρήγμα σταδιακά έκλεισε με κάποιο τίμημα βέβαια για την Ουάσιγκτον. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, λόγω της πολιτικής αποτυχίας της κατοχής στο Ιράκ και της μειωμένης αξιοπιστίας τους λόγω της επίκλησης ύπαρξης όπλων μαζικής καταστροφής στο Ιράκ, υπόθεση που δεν επιβεβαιώθηκε, απέφυγαν μετά το 2003 να αναλάβουν στρατιωτικές πρωτοβουλίες χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των ευρωπαίων συμμάχων τους.

Τί έθεσε σε ακόμα σκληρότερη δοκιμασία το ΝΑΤΟ και ενδεχομένως απειλεί την υπόστασή του στο μέλλον; Η κινητήρια δύναμη του ΝΑΤΟ είναι η αμερικανική δέσμευση στην Ευρωπαϊκή ασφάλεια. Αυτή τέθηκε υπό αίρεση κατά την πρώτη προεδρία Trump (2017-2021) όταν τέθηκε το θέμα της συνεισφοράς των Ευρωπαίων στα οικονομικά βάρη της στρατιωτικής προσπάθειας. Δεν επρόκειτο όμως για ένα καθαρά οικονομικό θέμα, για ένα ζήτημα κατανομής των βαρών. Ήταν ταυτόχρονα εκδήλωση μιας «βαθιάς» τάσης της αμερικανικής πολιτικής προς την απομόνωση. Η τάση αυτή αναδύθηκε και πάλι ως αντίδραση στην Παγκοσμιοποίηση και στις συνέπειες που είχε για μια μεγάλη μερίδα της ειδικευμένης εργατικής τάξης και των ευρύτατων μεσαίων στρωμάτων της αμερικανικής κοινωνίας. Οι δεσμεύσεις της Αμερικής ανά τον κόσμο, ιδίως στην Ευρώπη, φαίνονταν από την οπτική αυτή, την οποία εξέφρασε ιδιοσυγκρασιακά αλλά με ένταση και πολιτική αποτελεσματικότητα ο Donald Trump, δαπανηρές και μη αναγκαίες. Προτεραιότητα φαινόταν να είναι η προστασία της μεγάλης αμερικανικής αγοράς και η ανασυγκρότηση της αμερικανικής βιομηχανικής βάσης, η οποία είχε συρρικνωθεί προς όφελος ανταγωνιστών, όπως η Κίνα, ή γειτόνων της Αμερικής, όπως το Μεξικό.

Η αντίδραση των Ευρωπαίων ήταν αντιφατική σε σχέση με το παρελθόν, δηλαδή την κρίση που προκλήθηκε από το δεύτερο πόλεμο του Κόλπου. Το 2018-19 η ευρωπαϊκή, ιδίως η γαλλική πλευρά, υποστήριζε την ανάγκη μιας «στρατηγικής αυτονομίας» της Ευρώπης λόγω της διαφαινόμενης αμερικανικής αποστασιοποίησης. Η εκλογή του Δημοκρατικού Joe Biden καθησύχασε προς στιγμήν τις ανησυχίες των Ευρωπαίων καθώς η νέα διοίκηση (2021 έως σήμερα) ήταν πεπεισμένη για τη στρατηγική αξία των διατλαντικών δεσμών και επεδίωξε την ανανέωσή τους.

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το Φεβρουάριο του 2022 δεν ήταν μια μεμονωμένη ρωσική προσπάθεια ανάκτησης του χώρου της πρώην Σοβιετικής Ένωσης αλλά μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας αντιστροφής της στρατηγικής κατάστασης που διαμορφώθηκε με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς. Όπως γινόταν σαφές από τις ρωσικές απαιτήσεις του Δεκεμβρίου του 2021, η Μόσχα απέβλεπε στην απαγκίστρωση της Αμερικής και του ΝΑΤΟ από τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και στη διαμόρφωση ενός «κενού ασφαλείας» το οποίο σταδιακά θα μπορούσε η ίδια να καλύψει. Το ΝΑΤΟ αντέδρασε με επιτυχία έως το φθινόπωρο του 2023 λόγω της ενεργητικής και συνεκτικής αμερικανικής πολιτικής. Η Αμερική ανέλαβε ηγετικό ρόλο μεταξύ συμμάχων οι οποίοι υπό άλλες συνθήκες θα ήταν απρόθυμοι να αντιδράσουν στην προσβολή της ισχύος της Ρωσίας, μιας χώρας με πολύ μικρότερο οικονομικό και συμβατικό στρατιωτικό δυναμικό έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κάμψη της δυτικής προσπάθειας στον πόλεμο της Ουκρανίας δεν οφείλεται σε κάποια «κόπωση», όπως αυτή περιγράφεται από αρκετούς αναλυτές, αλλά στην πολιτική και θεσμική δυστοκία στην Ουάσιγκτον, η οποία προκύπτει απο την πολιτκή πόλωση και τη διαίρεση μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας που ελέγχουν οι Δημοκρατικοί και της Βουλής των Αντιπροσώπων που ελέγχουν οι Ρεπουμπλικανοί. Ενδεχόμενη αποτυχία της δυτικής προσπάθειας στην Ουκρανία με μια μεγάλη ήττα του ουκρανικού στρατού θα υπονόμευε την αξιοπιστία του ΝΑΤΟ και της ασφάλειας των κρατών-μελών του στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.

Πέραν της παρούσας πολιτικής και θεσμικής διαίρεσης στην Αμερική, πολιτικές συνέπειες προκύπτουν και λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με την έκβαση των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου 2024 και την πιθανή εκλογή του Donald Trump. Αυτό δε θα σήμαινε κατ’ ανάγκη την αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από το ΝΑΤΟ αλλά οπωσδήποτε την αποδυνάμωσή του. Η αμερικανική πολιτική θα τείνει περισσότερο προς την απαγκίστρωση από δεσμεύσεις ασφαλείας, θα είναι περισσότερο αβέβαιη και η ασάφεια θα αφορά και τον σκληρό πυρήνα της δέσμευσης της Αμερικής στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, το άρθρο 5 της συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού, δηλαδή τη ρήτρα της αμοιβαίας συνδρομής σε περίπτωση επίθεσης εναντίον κράτους-μέλους. Εν όψει αυτού, υπάρχει υποκατάστατο μέσω μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας άμυνας; Η απάντηση δεν είναι καταφατική. Το πρόβλημα για μια ευρωπαϊκή πολιτική ασφαλείας τόσο το 2003 όσο και το 2019 ήταν κυρίως η απροθυμία της Γερμανίας, της πλουσιότερης χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να αναλάβει το κόστος, πολιτικό και οικονομικό, της οικοδόμησης μιας ευρωπαϊκής άμυνας η οποία φαίνεται ότι είναι μια προσπάθεια «ακριβή» και μακροχρόνια. Η Γαλλία διαθέτει παράδοση, συνείδηση μεγάλης δύναμης τουλάχιστον σε ένα τμήμα του πολιτικού, διπλωματικού και στρατιωτικού κατεστημένου της, και αμυντική βιομηχανία αλλά δεν είναι βεβαιο ότι διαθέτει την πολιτική βούληση και την κοινωνική συναίνεση για μια μακρά προσπάθεια. Συνεπώς το ζήτημα της ευρωπαϊκής ασφάλειας και των διατλαντικών σχέσεων, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, θα κριθεί περισσότερο από τις αμερικανικές εκλογές και λιγότερο από τις επιλογές των Ευρωπαίων.

 

*Ο Σωτήρης Ριζάς είναι Ιστορικός και Διευθυντής ερευνών στο Κέντρο  Έρευνας Ιστορίας Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών. Είναι συγγραφέας και του βιβλίου America and Europe Adrift. Transatlantic Relations after the Cold War, Praeger 2022.