Η Σταυρούλα Κουράκου στην προεδρία της Διεθνούς Ένωσης Αμπέλου και Οίνου (1980)

 

Γράφει ο Αργύρης Τσακίρης

 

Ποτέ δεν πίστεψα στο ουδείς αναντικατάστατος. Κατ’ αρχάς γιατί κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός. Όμως στη περίπτωση της Σταυρούλα Κουράκου αυτό δεν οφείλεται μόνο στην ιδιοσυγκρασία της άλλα και στο γεγονός ότι έζησε σε μια δύσκολη και κομβική περίοδο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για το μέλλον του ελληνικού κρασιού.

Η   Σταυρούλα Κουράκου – Δραγώνα (1928-2024) γεννήθηκε στην Αθήνα. Ηταν Διδάκτορας Χημείας με σπουδές οινολογίας στη Γαλλία. Διηύθυνε επί εικοσαετία (1964-1984) το Ινστιτούτο Οίνου, ίδρυμα τεχνολογικής έρευνας του Υπουργείου Γεωργίας. Εκπροσώπησε την Ελλάδα στον OIV, (Διεθνής Οργανισμός Αμπέλου και Οίνου) και το 1979 εκλέχτηκε ομόφωνα πρόεδρός του.

Αντιμετώπισε το κρασί και το αμπέλι διαβάζοντας τα πάντα γι αυτά. Είναι κάτι που λίγοι μπορούν να το ισχυριστούν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να έχει πλήρη εικόνα για το τι συνέβαινε στον αμπελοϊνικό τομέα. Επίσης άκουγε και μιλούσε με πολλούς ανθρώπους. Σήμερα στην εποχή των ηλεκτρονικών μέσων δύσκολα μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι κάνει το ίδιο. Είχε κλασική μόρφωση με αποτέλεσμα να μπορεί να γράφει και να αποδίδει με ακρίβεια αυτό που ήθελε να πει. Αυτό ήταν ένα εξαιρετικό εφόδιο στο δαίδαλο της κρατικής γραφειοκρατίας. Ήταν ελληνίστρια αλλά όχι ελληνοκρατούμενη. Αγαπούσε την αρχαια ελληνική ιστορία και ταυτόχρονα μπορούσε να δημιουργήσει την σημερινή. Γιατί είχε επαφή με τους πιο σημαντικούς ανθρώπους του κρασιού σε όλο τον κόσμο και άμεση εικόνα του τι συνέβαινε σε μια εποχή που δεν υπήρχε το ιντερνέτ.

Ανέδειξε το Ινστιτούτο Οίνου στην κατάλληλη στιγμή ως κέντρο αποφάσεων για το ελληνικό κρασί. Σοφή όπως ήταν, άφησε μια συνέχεια ανθρώπινου δυναμικού. Έπρεπε να περάσει μια ακόμη γενιά για να χάσει το Ινστιτούτο οίνου την αυτοτέλειά του.  Σήμερα, απουσιάζει από το ελληνικό κρασί ο πυρήνας του ερευνητικού προσωπικού, ταγμένο στην εφαρμοσμένη έρευνα για το κρασί και το αμπέλι. Για παράδειγμα, η εδαφολογική μελέτη των αμπελουργικών περιοχών σταμάτησε στα ερευνητικά προγράμματα της Νεμέας και της Νάουσας που είχαν γίνει με την επίβλεψή της. Επί των ημερών της το Δημόσιο, αυτό που σήμερα με περισσή ευκολία λοιδορείται, ήταν αυτό που έβαλε τα θεμέλια της νομοθεσίας αλλά και οδήγησε την Οινολογία προς το πιο ποιοτικό κρασί. Έχοντας πλήρη επίγνωση της δημόσιας οργάνωσης και διοίκησης ήξερε να φτιάχνει τις απαραίτητες συμμαχίες. Ακόμη και με αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό, ο παραγκωνισμός της ήταν προσωρινός – ο ορισμός του αναντικατάστατου. Μέχρι τέλους  υπερασπιζόταν με πάθος τον πυρήνα του πνευματικού δημιούργηματός της:  την νομοθεσία των ελληνικών οίνων.

Πολλοί τη γνωρίζουν, σίγουρα όμως καλύτερα αυτοί με τους όποιους είχε την καθημερινή τριβή και συνεργασία. Ήταν αυστηρή, αλλά μια γυναίκα σε μία περίοδο όπου στην Ελλάδα αυτό ήταν και μάλλον εξακολουθεί να είναι δύσκολο, κατόρθωνε να επιβάλει  τις απόψεις της με στήριγμα και την ανεξάντλητη εργατικότητά της. Έπαιρνε το δημόσιο στο σπίτι της. Ένα βιβλίο της, το «Εκ βαθέων», μπορεί να διαβαστεί και ως δαίδαλος της ελληνικής γραφειοκρατίας. Επειδή όλοι κρινόμαστε από τα αποτελέσματα και όχι από τις προθέσεις το γεγονός ότι δεν έχει αλλάξει κάτι από τις βάσεις που έβαλε στην ελληνική νομοθεσία δείχνει ότι μπορούσε να προβλέψει το μέλλον. Έπρεπε να υπερπηδήσει τις παγίδες των τοπικών, των ατομικών και των πολιτικών συμφερόντων. Ακόμη και σήμερα όσοι γραφούμε για τη γεωγραφία του ελληνικού κρασιού βασιζόμαστε σε δικά της κείμενα.

Έδωσε σε ελληνικά προϊόντα, όπως το ούζο, υπεραξία όχι γενικά και θεωρητικά αλλά κατοχυρώνοντας τα ως εθνικά. Κάτι που διαχρονικά και έμμεσα μεταφράζεται σε κέρδος, και υλικό, για όλους μας. Είναι χαρακτηριστικό  ότι ήταν αυτή που σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης κατάφερε να συγκεράσει τεράστια οικονομικά συμφέροντα σε ένα Κανονισμό για τα αλκοολούχα ποτά. Στην συνέχεια και μέχρι σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι επίγονοι της ακόμη δεν έχουν καταφέρει να συμφωνήσουν για πολλά άλλα πράγματα όπως για παράδειγμα στη σήμανση της παλαίωσης.

Ανέδειξε το οινοποιείο στο Ινστιτούτο Οίνου και δημιούργησε πρότυπα ποικιλιακά κρασιά αλλά και αποστακτήριο. Καλό παράδειγμα για τα πανεπιστήμια η δημιουργία πρότυπων κρασιών από ελληνικές ποικιλίες. Τη βοηθούσε πολύ το γεγονός ότι είχε μεγάλη ικανότητα και εμπειρία στη δοκιμή κρασιών

Είχε επισκεφτεί τις αμπελουργικής περιοχές της χώρας μας και είχε μέτρο σύγκρισης με τους ξένους αμπελώνες. Είχε έρθει σε επαφή με όλους όσους έπρεπε, όσους την χρειαζόταν, και είχε την ικανότητα μέσα από κάθε τέτοια επαφή να αποκομίζει νέες γνώσεις. Αγαπούσε τους ανθρώπους του κρασιού πιο πολύ και από το κρασί. Πολλά ελληνικά οινοποιεία στην εποχή της ξεκίνησαν με δική της προτροπή. Έχοντας την αίσθηση της ελληνικής πραγματικότητας κατάφερνε να ισορροπεί τα αντικρουόμενα συμφέροντα μεταξύ μικρών και μεγάλων οινοποιείων, ιδιωτικών και συνεταιρισμών.

Διδάκτορας Οινολογίας η ίδια, δίδαξε σε πανεπιστημιακούς φοιτητές οινολογία κάτι που προτιμουσε έναντι του Τμήματος Οινολογίας του ΤΕΙ. Ήταν μια περίοδος που τα Πανεπιστήμια είχαν απομακρυνθεί από εφαρμοσμένα θέματα όπως η Οινολογία. Οι γνώσεις της για την Αμπελουργία της επέτρεπαν να τοποθετεί το κρασί ως συνεχεία του αμπελιού. Στις δημόσιες ομιλίες της ήταν απολαυστική γιατί είχε το χάρισμα της επαφής με το ακροατήριο αλλά και της υπομονής να οργανώνει τα πάντα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Επί των ημερών της στο Ινστιτούτο Οίνου υπήρξε σημαντική εφαρμοσμένη ερευνητική δραστηριότητα. Στους ίδιους χώρους συνεχίζει και σήμερα να γίνεται αξιόλογη οινολογική έρευνα.

Όταν συνταξιοδοτήθηκε είχε πλέον το χρόνο να συγγράψει και να εκδώσει ακόμη περισσότερα ανεπανάληπτα κείμενα ιστορίας και αρχαιογνωσίας για το κρασί. Είχε  την αποδοχή και το σεβασμό των καθηγητών ιστορίας γιατί μπορούσε να προσεγγίσει επιστημονικά το γνωστικό πεδίο της αμπελοοινικής ιστοριογραφίας που μέχρι τότε ήταν στα χέρια ξένων ερευνητών.

Αποσπούσε από τα κείμενα αναφορές στο κρασί και τα ερμήνευε με τον δικό της τρόπο βασισμένη στην στερεή οινολογική της γνώση. Δύσκολα θα υπάρξει συνέχεια. Όταν θα πάψουμε να ζούμε και τα βιβλία της Οινολογίας θα είναι ξεπερασμένα θα υπάρχουν τα βιβλία της Σταυρούλας Κουράκου στις βιβλιοθήκες για να μνημονεύεται ακόμη και από ανθρώπου που δεν έχουν ακόμη γεννηθεί.

Να γράφετε, αυτά μένουν. Και όσοι πιστεύουν ότι αγαπούν το κρασί να διαβάσουν όλα τα βιβλία της. Και ένα τελευταίο, τους ανθρώπους να τους θυμόμαστε και να επικοινωνούμε μαζί τους όσο ακόμη ζουν.

 

Ο κ.Αργύρης Τσακίρης είναι Οινολόγος, τ.Καθηγητής στο Τμήμα Επιστημών Οίνου, Αμπέλου και Ποτών του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής.